Νειρεύονταν
η Κρασογιώργαινα,
σεργιάνιζε,
λέει, με τον καλό της
σ’
ένα κλειστό περβόλι και χαμογελούσε. 
Δεν
ήταν ο Κρασογιώργης ο χοντρομπαλάς  
παρά
ένα λυγερό παλικάρι,               
στριμμένο
αγκάθα το μουστάκι του,  
μαλλιά
μακριά, κορακάτα,           
στη
ζώνη ασημοπίστολα            
κι
η ανάπνια του μύριζε κανέλλα.    
Ίδιος απαράλλαχτος ο Αθανάσιος Διάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου